18 Μαρ 2011

Οι Άγιοι σαράντα Μάρτρυρες


Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη


Ήταν παγωμένη η λίμνη της Σεβάστειας του Πόντου, τη νύχτα της 9ης  Μαρτίου, του έτους 320.  Ο ήλιος που δειλά-δειλά πήγε να ανατείλει το πρωί, φώτιζε μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, σαράντα στρατιώτες, από διάφορες πατρίδες, της πανίσχυρης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,  που όλη τη νύχτα ξεπέρασαν τα όρια του πόνου, για να μην  αρνηθούν τον αγαπημένο τους Χριστό.

 Ύστερα από πολλά βασανιστήρια, τους έριξαν στην παγωμένη λίμνη, μια νύχτα που το κρύο πάγωνε το αίμα, στις φλέβες των ανθρώπων. Στις ψυχές τους αντηχούσαν, τα λόγια του Χριστού: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν. Ει εμέ εμίσησαν και υμάς μισήσουσιν».  «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίληκα τον κόσμον».
          
Μ’ αυτή τη δύναμη του Χριστού και με τη βεβαιότητα στην πραγματικότητα της βασιλείας του, οι άγιοι μάρτυρες, αντιμετώπισαν το φοβερό διωγμό, που είχε κηρύξει ο ρωμαίος αυτοκράτορας Λικίνιος, εναντίον των Χριστιανών. Όπως ο πάγος έσκιζε τα σώματα τους και το αίμα τους έβαφε κόκκινο το παγωμένο νερό, έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους το τέλος των διωγμών, που πλησίαζε με το Μεγάλο Κωνσταντίνο, όταν  το 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων, θα δώσει ανεξιθρησκία  στους λαούς κι αργότερα θα χαρίσει πλήρη ελευθερία στους χριστιανούς, να λατρεύουν το Θεό τους και να οικοδομούν χωρίς φόβο, θυσιαστήρια και εκκλησίες.
         
Όλοι τη νύχτα του μαρτυρίου, οι άγιοι μάρτυρες ενδυνάμωναν ο ένας τον άλλο και έλεγαν: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος». Οι ρωμαίοι στρατιώτες, για να δελεάσουν τους μάρτυρες, άναψαν φωτιές γύρω από τη Λίμνη. Ένας από τους σαράντα, την τελευταία στιγμή, λιποψύχησε. Βγήκε από τη λίμνη και πλησίασε τη φωτιά. Νίκησε η ανθρώπινη αδυναμία, μπροστά στην απειλή του θανάτου.
          
Τότε ένας ρωμαίος στρατιώτης, είδε ένα όραμα. Είδε σαράντα αγγέλους, με σαράντα στεφάνια, να κατεβαίνουν από τον ουρανό, να στεφανώνουν τους μάρτυρες. Οι μάρτυρες όμως, είχαν μείνει 39. Τότε  φωνάζει: «Είμαι χριστιανός». Βγάζει τα ρούχα του και πέφτει γυμνός μέσα στη λίμνη και συγκαταλέγεται κι εκείνος - με το μαρτύριο της 12ης ώρας - στους Αγίους σαράντα.
           
Στη συνέχεια, παίρνουν οι δήμιοι τους μάρτυρες. Σε όσους ζούσαν ακόμη, έσπασαν τα πόδια και τους έριξαν σε φωτιά, για να κάψουν τα σώματα τους. Ο λόγος ήταν προφανής: Για να μη μείνουν τα λείψανα τους, στα χέρια των χριστιανών.
         
Ένας νέος μάρτυρας, ο Μελίτων, ζούσε ακόμα και η μητέρα του που παρακολουθούσε το μαρτύριο του, με το μαχαίρι του πόνου στην καρδιά, σαν μάνα, αλλά με την πίστη και της ελπίδα, της χριστιανής μητέρας, τον ενδυνάμωνε και του έδειχνε τον ουρανό, την αιωνιότητα, στην οποία θα συναντούσε το Χριστό.
         
Μόλις έκαψαν τα σώματα τους, έριξαν τα οστά που έμειναν σ’ ένα ποταμό, για να χαθούν, να μην τα βρουν οι χριστιανοί. Τόσο ήταν το μίσος των διωκτών, εναντίον της εκκλησίας, γιατί καταλάβαιναν, από το βασιλιά μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, ότι εξαιτίας του χριστιανισμού, έτριζαν επικίνδυνα τα θεμέλια, της ειδωλολατρικής αυτοκρατορίας.
          
Τις ψυχές των αγίων σαράντα μαρτύρων, ανέβασαν οι άγγελοι στο θρόνο του Θεού, όπου απολαμβάνουν από τότε,  τη ζωαρχική αθανασία της Αγίας Τριάδος, δοξάζοντες ακατάπαυστα το Θεό και ψάλλοντες μαζί με τους αγγέλους, τον τρισάγιο ύμνο. Τα λείψανα τους χαρίτωσε στη γη το Πανάγιο Πνεύμα και έγιναν ευλογία και δύναμη στους πιστούς, που με ευλάβεια τα προσκυνούν. Και πρέπει να τονίσομε σ’ αυτό το σημείο, ότι η μεγαλύτερη αγωνία των χριστιανών, ήταν να μην αρνηθούν, την ώρα του μαρτυρίου το Χριστό και η μεγαλύτερη χαρά, να περισυλλέξουν τα λείψανα των μαρτύρων, που τα προσκυνούσαν, «ως μέλη Χριστού» και τους απέδιδαν μεγάλη ευλογία.
         
Σε μια εποχή άκρατου ατομικισμού, λογικοκρατίας και θρησκευτικού σχολαστικισμού, το μαρτύριο των  Αγίων, ηχεί παράξενα  και η αγάπη στο Χριστό, δεν φαίνεται να έχει ανάγκη, από τέτοιες θυσίες. Την εποχή όμως των διωγμών, ήταν μεγάλη προδοσία, να αρνηθείς το Θεό, όπως ήταν στην αρχαία Ελλάδα, να αρνηθείς την πατρίδα σου. Αρκεί κανείς να διαβάσει, το μαρτυρολόγιο του Αγίου Ελευθερίου, που χειροτονήθηκε σε μικρή ηλικία ιερεύς, σε μια κατακόμβη της Ρώμης.
          
Την ώρα της χειροτονίας, που όλοι με συγκίνηση  παρακολουθούσαν,   ακούστηκε από κάτω μια φωνή, που έκαμε όλους να δακρύσουν: «Και να μαρτυρήσεις για το Χριστό, σου εύχομαι παιδί μου!» Ήταν η Ανθία, η μητέρα του Αγίου Ελευθερίου. Δεν αγαπούσε το παιδί της; Ασφαλώς το αγαπούσε. Αλλά πάνω από το παιδί της, υπήρχε ο Χριστός, που χαρίζει στον άνθρωπο τη ζωή και την αθανασία.
          
Τόσο πολύ το αγαπούσε το παιδί της η Ανθία, που την ώρα του μαρτυρίου του, έτρεξε και το αγκάλιασε σφιχτά και το φιλούσε από πόνο σαν μάνα και από χαρά για την πίστη του και την ευλάβεια του. Εκείνη την ώρα, το σπαθί του Δημίου, χτύπησε αλύπητα, μαζί με το παιδί και τη μητέρα και το αίμα τους ενώθηκε και πότισε τη γη και το δέντρο της εκκλησίας, που γιγαντώθηκε κι απλώθηκε σ’ όλη την οικουμένη. Οι ψυχές τους αγάλλονται, μαζί με τους αγγέλους στη βασιλεία του Θεού και η εκκλησία τούς γιορτάζει, με ύμνους και με τη θεία λειτουργία, την ίδια ημέρα.

          
Για όλα αυτά, λέει στην ομιλία του, για τους σαράντα μάρτυρες, ο Μέγας Βασίλειος: «Και σαράντα γλώσσες αν είχα, δεν θα μπορούσα επάξια να σας υμνήσω, άγιοι Μάρτυρες».

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ

Ορθόδοξος Συναξαριστής






ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΕΙΤΕ (Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΤΡ. ΚΟΡΑΚΑ 2)

ΧΑΡΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα